- ακρεοφάγος
- -ο1. αυτός που δεν τρώει κρέας2. αυτός που ως γιατρός ή για λόγους θρησκευτικούς επιβάλλει την ακρεοφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + κρεοφάγος.ΠΑΡ. ακρεοφαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακρεοφάγος — α, ο αυτός που δεν τρώει κρέας: Ήταν από πεποίθηση ακρεοφάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρεοφαγία — η [ακρεοφάγος] συστηματική αποχή από την κρεοφαγία, το να μην τρώει κανείς κρέας … Dictionary of Greek